- εγκυλινδησις
- ἐγκυλίνδησιςἐγ-κῠλίνδησις-εως ἥ досл. вращение, перен. pl., презр. общение
(ἐν γυναιξὴ πόρναις Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἐν γυναιξὴ πόρναις Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εγκυλίνδησις — ἐγκυλίνδησις ( εως), η (Α) κύλισμα ανάμεσα («τὰς ἀνοσίους ἐγκυλινδήσεις ἐν γυναιξὶ πόρναις») … Dictionary of Greek
ἐγκυλινδήσεις — ἐγκυλίνδησις rolling among fem nom/voc pl (attic epic) ἐγκυλίνδησις rolling among fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)